- ψυαδικός
- και ψοιαδικός, -ή, -όν, Α [ψυάδιν]αυτός που υποφέρει από ισχιαλγίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυαδικοῖς — ψυαδικός suffering from lumbago masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)